Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Η Ταξιθέτρια

Περιγράφοντας σκηνές μεταξύ μας από πριν 15 χρόνια, λέμε "ε εκείνα ήταν τα χρόνια της αθωότητας". Μα έτσι δεν λέγανε και τότε για τα προηγούμενα; Και βρίσκοντας δίκαιο τον συνειρμό, τρομοκρατείσαι που σε δέκα χρόνια δεν θα έχεις να θυμηθείς τίποτα παρόμοιο για τώρα. Και αρνείσαι να σκεφτείς πως θα είναι τότε...
Εκείνη λοιπόν την πρωτόγονη εποχή του '93 - '94, που δεν υπήρχαν κινητά, και μπορούσες να επισκεφθείς ένα σπίτι χωρίς να έχεις πάρει τηλέφωνο και να το βρεις και πεντακάθαρο...
Παίζαμε έξω από τα κεντρικά θέατρα και μας χαζεύανε κάτι παππούδες επιστάτες από μέσα. Αγανακτισμένοι ίσως με την γερουσία που μαζευόταν εκεί "να δει τη Βουγιουκλάκη" ίσως τους φαινόμασταν ξεχωριστοί με την ανεμελιά μας. Και μας βάζανε μέσα, να δούμε την παράσταση!
"Να έρχεστε να βλέπετε θέατρο, να έρχεστε να με βρίσκετε και θα σας βάζω εγώ μέσα" έλεγε ο κυρ Νίκος και έτσι μας παρέδιδε στην ταξιθέτρια που μας έβαζε σε πλαστικές καρέκλες δεξιά και αριστερά στο κεντρικό διάζωμα. Και έτσι βλέπαμε την Βουγιουκλάκη, τη Βλαχοπούλου, την Καραγιάννη και την Κοντού!
Τις κοιτούσα τις ταξιθέτριες που θα μπορούσαν να είναι κάλλιστα γυναίκες που δουλεύανε στη λαϊκή και φορούσαν το καλό τους λευκό πουκάμισο και το καλοραμμένο φουστάνι μέχρι κάτω από το γόνατο. Πάντα μεγάλες σε ηλικία, συνήθως χοντρές και λες και θέλανε να δικαιολογήσουνε το μύθο της κοινωνικής αδικίας, πως πληρώνονται πολύ λίγο και είναι ανεπίτρεπτο να μην αφήσεις πουρμπουάρ, βαριανασαίνανε σαν να ξεμείναν από έμπλαστρο. Και έτσι το θαύμα γινότανε. Ο κόσμος άφηνε γενναιόδωρα το χάρτινο κατοστάρικο και οι πιο καλοντυμένοι πεντακοσάρικο και χιλιάρικο. Και σκέφτομαι τώρα πως, μια χαρά μεροκάματο βγάζανε τελικά.
Έπειτα μεγαλώνοντας, στην εφηβεία. Ράδιο Σίτυ για να βλέπουμε συναυλίες. Χαρούλα και Άλκηστις Πρωτοψάλτη. Να συναντάς τις ίδιες φάτσες και να μην έχουν αλλάξει καθόλου! Πάλι στις καρέκλες πληρώναμε για να κάτσουμε και έτσι είμασταν μπροστά μπροστά. Μας παίρνανε από το χέρι και χαμογελούσανε που προσπαθούσαμε να δώσουμε κι εμείς πουρμπουάρ από τα ρέστα από τα τσιγάρα και τη διαφορά του ταξί. 5.οοο δραχμές το εισιτήριο και 1.000 δρχ για τσιγάρα και ταξί και κάτι ψιλά για εκείνες. Μέχρι που μετακινούσαν τις καρέκλες όλες μια σειρά πίσω για να βάλουν τους νεολαίους μπροστά. Μην άκουγαν κανέναν όμως να παραπονιέται.
"Ε μα εγώ έκλεισα θέση και ο ψηλός στην καρέκλα που ήρθε τελευταία στιγμή, μου κόβει τη θέα με το κεφάλι του"
Κι αυτή να κάθεται να εξηγεί για το που είναι η σκηνή και πως η γωνία που είναι το κεφάλι μου δεν έχει να κάνει καθόλου με αυτό που θα βλέπει. Ε και επειδή δεν μπορούσε να τα εξηγήσει και ακριβώς, θύμωνε και έφευγε αφού είχε ανεβάσει τον τόνο της φωνής της. Σαν μάνα, έτσι που κάποιον και όχι οποιονδήποτε, υπερασπιζόταν. Βέβαια, σε αυτό συναινούσε πως όλα γινόντουσαν τελευταία στιγμή. Σε δευτερόλεπτα που αποχωρούσε θυμωμένη και περήφανη, άρχιζε η λαμπερή εισαγωγή της παράστασης.
Και δεν είναι τώρα που τα εισιτήρια για ένα θέατρο είναι πανάκριβα. Ούτε που καταργήσανε εκείνες τις λαϊκές απογευματινές, με το φθηνότερο από τις άλλες μέρες εισιτήριο.
Είναι που στους κανονισμούς "το πουρμπουάρ απαγορεύεται" και ταξιθέτες είναι νεότατοι φοιτητές που βαριούνται και από το concept της παράστασης, της συναυλίας, του θεάματος και από την μουσική που δεν είναι της αρεσκείας τους.
Είναι που έγινε δουλειά. Ενώ τότε, ερχόντουσαν οι "φτωχές" και φέρναν και ένα ταψί πίτα στη Βλαχοπούλου την πρωταγωνίστρια, τη σταρ, την φιλενάδα τους. Και πάντα παρακολουθούσαν την παράσταση σαν να ήταν η πρώτη φορά...

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Δάκρυ που κυλάς στο μαξιλάρι μου...

Με εκείνη τη χαρά, όπως όταν οι νεκροί σε επισκέπτονται στον ύπνο σου.
Η γιαγιά και ο παππούς, που δεν φοβάσαι και τους αγκαλιάζεις, τους αγγίζεις, τους φιλάς και σαν ψάρι, η χαρά να σπαρταράει στο στήθος. Νομίζοντας πως θα πετάξεις αν κάνεις μια ελαφρά ανάταση του σώματος. Και όταν ξυπνάς, λες "όνειρο ήτανε;" και ίσως να κλάψεις, όχι τόσο από πόνο αλλά από συγκίνηση ίσως που ένας άνθρωπος σε κάνει να νιώθεις κατάνυξη. Όχι που σου λείπει, ή για την απουσία του, που δεν τα είπατε από κοντά όπως έπρεπε - μάλλον η αγάπη που ενεργοποιείται φταίει.
Όσο σε περίμενα, έτσι πίστευα θα 'ναι. Και τώρα που έρχεσαι, δεν είναι έτσι. Δεν μπορεί να μην νιώθω τίποτα. Μα, ΤΙΠΟΤΑ... Και σε κάθε παρουσία να θυμάμαι την αναμονή, την υπομονή και την σταθερότητα σου να υπερασπίζεσαι το αίσθημα σου. Και λες "Πραγματικότητα ήτανε;"
Που βρίσκεται η ζωή, σ' αυτά τα δύο;
Κι όσο δε νιώθω τίποτα και συναντώ τη χαζομάρα σου, άλλο τόσο σκέφτομαι πως μαγκιά σου που ήσουν εσύ που με έκανες να πονέσω τόσο, μα τόσο πολύ...